- τεζαριστός
- -ή, -ότεντωμένος, τσιτωτός: Το σκοινί είναι τεζαριστό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεζαριστός — ή, ό, Ν πολύ τεντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεζάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λαχταρ ιστός] … Dictionary of Greek
έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιτωτός — ή, ό επίρρ. ά τσιτωμένος, τεντωμένος, τεζαριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)